- καλλιγράφος
- ο, ηαυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα: Ο μαθητής αυτός είναι καλλιγράφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Παλαιόκαπας — Επώνυμο παλαιάς οικογένειας ευγενών από τις Κυδωνίες της Κρήτης. 1. Π. Γεώργιος κόμης (16ος αι.). Ορθόδοξος επίσκοπος Κισάμου την εποχή της Βενετοκρατίας. Σπούδασε στην Ιταλία, και όταν επέστρεψε στην Κρήτη, έγινε μοναχός με το όνομα Γεράσιμος.… … Dictionary of Greek
καλλιγραφώ — (AM καλλιγραφῶ, έω) [καλλιγράφος] έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος αρχ. 1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους 2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
Βεργίτσης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων του 16ου αι., που κατάγονταν από την Κρήτη. 1. Άγγελος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αντιγραφέα ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην αυλή… … Dictionary of Greek
Βλαστός, Νικόλαος — (15ος αι.). Εκδότης, τυπογράφος και καλλιγράφος από το Ρέθυμνο, πρωτοπόρος της ελληνικής τυπογραφίας. Ο Β. πήγε στη Βενετία όπου, μεταξύ 1480 και 1500, εργάστηκε ως καλλιγράφος συνεταιρικά με τον λόγιο συμπατριώτη του Ζαχαρία Καλλέργη, με τον… … Dictionary of Greek
Ου Τσεν — (Τσιαχσίνγκ, Τσετσιάνγκ 1280 – 1354). Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής, ένας από τους «τέσσερις μεγάλους ζωγράφους Γιουάν». Δεν έδωσε ποτέ εξετάσεις (πράγμα ασυνήθιστο στους καλλιτέχνες) και έτσι δεν ανάλαβε κανένα δημόσιο αξίωμα. Ήταν… … Dictionary of Greek
calígrafo — (Del gr. kalligraphos.) ► sustantivo 1 Persona que escribe a mano con buena letra. SINÓNIMO pendolista 2 OFICIOS Y PROFESIONES Experto en caligrafía. * * * calígrafo, a (del gr. «kalligráphos») 1 n. Persona que *escribe muy bien a mano o se… … Enciclopedia Universal
ANTIQUARIA Ars — apud D. Hieronym. Ep. ad Florentium, καλλιγραφία dicitur, in Vita Nili Iun. p. 29. et 137. Antiquarius nempe, in veterib. Glossis, ἀρχαιογράφος καλλιγράφος. Isidor. Origin. l. 6. c. 14. Liberarii udem, qui et Antiquarii, vocantur, sed Librarii… … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek